- ευσκώμμων
- εὐσκώμμων, -ον (Α)επιδέξιος στους αστεϊσμούς ή στις απαντήσεις, ετοιμόλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκώμμων (< σκώμμα «αστεϊσμός»), πρβλ. πολυ-σκώμμων, φιλο-σκώμμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσκώμμων — of ready wit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκωμμόνως — εὐσκώμμων of ready wit adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσκωμμοσύνη — εὐσκωμμοσύνη, ἡ (Α) [ευσκώμμων] ετοιμότητα, επιδεξιότητα σε σκώμματα ή σε ανταπαντήσεις … Dictionary of Greek